tallage

Προφορά της λέξης:  US ['tælɪdʒ] UK ['tælɪdʒ]
  • n.Ενοικίαση (φεουδάρχες συλλέγονται από μισθωτές)
  • WebΦΟΡΟΣ graveclothes? tallage
n.
1.
ένας φόρος που επιβάλλεται από το Norman και η Ανδεγαυική βασιλείς της Αγγλίας σε βασιλικά εδάφη και πόλεις
2.
στη φεουδαρχική εποχή, ένας φόρος που επιβάλλεται από ένα κύριο στην του υποτελείς ή ενοικιαστές
v.
1.
να επιβάλλουν φόρο, ειδικά ένα tallage, σε κάποιον ή κάτι