swerved

Προφορά της λέξης:  US [swɜrv] UK [swɜː(r)v]
  • n.Σειρά διαφανειών έξω? διαφυγής? απόκλιση
  • v.Στραβοτιμονιά πλάγια? αλλάζει απότομα κατεύθυνση? σύρετε προς τα έξω
  • WebΠαρεκκλίνει
v.
1.
Αν κάτι, όπως ένα όχημα παρεκκλίνει, ή αν στραβοτιμονιά, αλλάζει κατεύθυνση ξαφνικά προκειμένου να αποφύγει κάποιος ή κάτι