surpassing

Προφορά της λέξης:  US [sərˈpæsɪŋ] UK [sə(r)ˈpɑːsɪŋ]
  • adj.Εξαιρετική? Πολύ εξαιρετικό
  • v.«Ξεπεράσει» η μετοχή ενεστώτα
  • WebΕξαιρετική? Πάνω από? Πέρα από
adj.
1.
καλύτερη ή μεγαλύτερη, σε σύγκριση με άλλους
v.
1.
Η μετοχή ενεστώτα του surpass