supplications

  • n.Αναφοράς? Προσεύχονται
n.
1.
μια ταπεινή και ειλικρινή έκκληση σε κάποιον που έχει τη δύναμη να χορηγήσει ένα αίτημα
2.
η αντιμετώπιση του ταπεινή και ειλικρινή απευθύνεται σε κάποιον με τη δύναμη να τους χορηγήσει