superannuating

  • v.(Ένα) ότι πάρα πολύ παλιά [παλιό] απέρριψε [εξαλειφθούν·] Pension συνταξιοδότηση
  • WebΣύνταξης αρχαιότητας? Λόγω μεγάλη ηλικία συνταξιοδότησης· Άτομα που λαμβάνουν επιδόματα
v.
1.
να γίνει συνταξιούχος με σύνταξη, ή να συνταξιοδοτηθούν κάποιος σύνταξη
2.
να απορρίψει κάτι ή να προκαλέσει κάτι να απορριφθεί λόγω του παρωχημένου