strikebreakers

Προφορά της λέξης:  US [ˈstraɪkˌbreɪkər] UK [ˈstraɪkˌbreɪkə(r)]
  • na.Υποκατάστατο των απεργών εργαζομένων που εργάζονται
  • WebFink? Strikebreakers? Μελάνωση
n.
1.
εργαζόμενος αν αρνηθεί να συμμετάσχει σε μια απεργία, ή ένας εργαζόμενος που κάνει τη δουλειά κάποιου που συμμετέχει στην απεργία