spoony

Προφορά της λέξης:  UK ['spuːnɪ]
  • adj.Ηλίθιο, ηλίθιο και χυμώδης? Chilian
  • n.Ανόητοι, spoony-Χαν
  • WebLovestruck? ένας ανόητος, ξετρελαμένος? nympho
adj.
1.
ανόητα συναισθηματική ή ερωτική