amorous

Προφορά της λέξης:  US [ˈæmərəs] UK ['æmərəs]
  • adj.Σεξ? Ατενίζοντας
  • WebΕρωτική? σφοδρή επιθυμία? Ερωτευμένο
adj.
1.
σχετικά με, ή που αφορούν την σεξουαλική αγάπη