specialization

Προφορά της λέξης:  US [ˌspeʃ(ə)lɪˈzeɪʃ(ə)n] UK [ˌspeʃəlaɪˈzeɪʃ(ə)n]
  • n.Εξειδίκευση? Εξειδίκευση
  • WebΕξειδίκευση? Εξειδίκευση? Εξειδίκευση
n.
1.
Το παράγωγο της ειδικεύονται
2.
η μελέτη του ένα συγκεκριμένο τμήμα ενός ευρύτερου θέματος? ένα ιδιαίτερο μέρος του ένα ευρύτερο θέμα που κάποιος μελετά εξαιρετικά προσεκτικά