sparable

Προφορά της λέξης:  US ['spærəbəl] UK ['spærəbl]
  • n.Παπούτσι ακέφαλα καρφιά
  • WebΑκέφαλα καρφιά, ακέφαλα καρφιά
n.
1.
ένα μικρό ακέφαλο καρφί που χρησιμοποιείται για να επισυνάψετε το σόλες των παπουτσιών