soothed

Προφορά της λέξης:  US [suð] UK [suːð]
  • v.Άνεση? σοβαρή? ήσυχη συμμόρφωσης·
v.
1.
να κάνει κάποιος πιο ήρεμη και πιο χαλαρή όταν αισθάνονται νευρικό, ανήσυχος, ή αναστατωμένος
2.
να κάνει κάτι λιγότερο επώδυνο ή επώδυνη