shikari

Προφορά της λέξης:  US [ʃɪˈkɑri] UK [ʃɪˈkɑːri]
  • n.Κυνηγός? Οδηγός κυνηγός
n.
1.
κάποιος που βιώνεται στο κυνήγι των ζώων, ειδικά για κάποιον που εργάζεται ως οδηγός