shaggy

Προφορά της λέξης:  US [ˈʃæɡi] UK ['ʃæɡi]
  • adj.Μακρύ και άτακτης? tousled? μαλλιά (ή γούνα) δασύτριχος
  • WebΔασύτριχος? μαλλιαρός και χοντροειδείς
adj.
1.
μακρύ, παχιά, και βρώμικο
adj.
1.