sensor

Προφορά της λέξης:  US [ˈsensər] UK [ˈsensə(r)]
  • n.Αισθητήρες
  • WebΑισθητήρες αισθητήρες αισθητήρες
n.
1.
Ίδιο με αισθητήρια
2.
ένα κομμάτι του εξοπλισμού που αντιδρά σε φυσικές αλλαγές όπως το ποσό της θερμότητας ή του φωτός που υπάρχει κάπου