scams

Προφορά της λέξης:  US [skæm] UK [skæm]
  • n.Απάτη
  • WebΑπάτη απάτη ιός? απάτη
n.
1.
ένα ανέντιμο σχέδιο, ειδικά για να πάρει τα χρήματα
v.
1.
να πάρει τα χρήματα ή τα αγαθά από κάποιον από την εξαπάτηση τους