saccade

Προφορά της λέξης:  UK [sæ'kɑːd]
  • n.Τηγάνι? saccade
  • WebΣακκαδικές κινήσεις? σακκαδικού μετακίνηση· σακκαδικού
n.
1.
η ταχεία ακανόνιστη κίνηση του ματιού καθώς αλλάζει η εστίαση κίνηση από ένα σημείο σε ένα άλλο, π. χ. κατά την ανάγνωση
2.
μια ξαφνική σύντομη pull από έναν αναβάτη σε άλογο ' s ηνία για να ελέγξει το άλογο