retraining

Προφορά της λέξης:  US [ˌriˈtreɪn] UK [ˌriːˈtreɪn]
  • v.Επανεκπαίδευση
  • WebΕπανεκπαίδευση? Επανεκπαίδευση? Επανεκπαίδευση
v.
1.
για να μάθετε ή να διδάξει κάποιος, νέες δεξιότητες που απαιτούνται για μια εργασία
v.