residual

Προφορά της λέξης:  US [rɪˈzɪdjuəl] UK [rɪ'zɪdjuəl]
  • n.Εναπομένουσα? φτωχούς. "λίγα" υπολείμματα? αποβλήτων
  • adj.Απομένουν? υπόλειμμα
  • WebΥπολείμματα? υπολειπόμενη εργασία.
adj.
1.
απομένουν μετά το υπόλοιπο του κάτι έχει πάει ή να τελειώσει