reproached

Προφορά της λέξης:  US [rɪˈproʊtʃ] UK [rɪˈprəʊtʃ]
  • n.Φταίει? Στίγμα? Απαντώντας σε ένα ύμνο
  • v.Φταίει? Ντροπή? Τραυματισμό αξιοπρεπή
  • WebΚατηγορούμενος? Κατσάδα. καταδικασμένο
n.
1.
μια έκφραση της κριτικής και απογοήτευση λόγω κάτι κακό ότι κάποιος έχει κάνει
2.
κάτι που σε κάνει να αισθάνεται ντροπή ή αμηχανία
v.
1.
να ασκήσει κάποιος κριτική και αισθάνομαι απογοητευμένος μαζί τους για κάτι που έκαναν