refusing

Προφορά της λέξης:  US [rɪˈfjuz] UK [rɪˈfjuːz]
  • v.Απέρριψε αρνήθηκε (αναγνώριση, συμμόρφωση, κλπ)? αρνείται να παντρευτεί, να δώσει το
  • n.Απορριμμάτων, αποβλήτων
  • adj.Ανεπιθύμητη αλληλογραφία
  • WebΓύρισε προς τα κάτω, να απαλλαγούμε από
v.
1.
να πω δεν θα κάνετε κάτι που κάποιος σας έχει ζητηθεί να κάνετε
2.
να πω ότι δεν θέλετε αυτό που κάποιος έχει προσφέρει σας
3.
να μην δώσει κάποιος τι που ζητούν, ή να μην αφήσει κάποιος κάνει ό, τι ζητούν να κάνει
n.
1.
σκουπίδια