reductant

Προφορά της λέξης:  US [rɪ'dʌktənt] UK [rɪ'dʌktənt]
  • n.(Α) μειώνοντας πράκτορα? Συστατικά () (καύσιμα)
  • WebΑντιδραστήρια? Τη μείωση του μέσου. Ισχυρά αναγωγικά μέσα