radish

Προφορά της λέξης:  US [ˈrædɪʃ] UK ['rædɪʃ]
  • n.«Εγκαταστάσεις τροφίμων» (μικρό) γογγύλια
  • WebΛευκό ραπάνι, μικρό καρότο και ραδίκια
n.
1.
[Τροφίμων, φυτό] μια τραγανή πικάντικη στρογγυλό ή φουσκωμένη ρίζα, με ένα κόκκινο ή άσπρο δέρμα
n.
1.
[ Food, Plant] a crisp pungent round or bloated root, with a red or white skin