radiogenic

Προφορά της λέξης:  US [ˌreɪdɪoʊ'dʒenɪk] UK ['reɪdɪəʊ'dʒenɪk]
  • adj."Πυρηνική" ακτινοβολία [ακτινοβολία·] Κατάλληλο για μετάδοση
  • WebΑκτινοβολίας· Παραγόμενου συνιστώσα? Ακτινοβολία μπορεί να παράγει
adj.
1.
περιγράφει μια ουσία που δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα την αυθόρμητη αποσυντιθειμένος του τα ασταθή άτομα μιας άλλης ουσίας
2.
που εκπέμπεται ως αποτέλεσμα ραδιενεργό αποσύνθεση