raconteur

Προφορά της λέξης:  US [ˌrækɑnˈtɜr] UK [ˌrækɒnˈtɜː(r)]
  • n.Που είναι καλοί στο να λένε ιστορίες
  • WebΟμιλητικός? Καλή συζήτηση? Ομιλητικός άνθρωπος
n.
1.
κάποιος που αφηγείται ιστορίες με αστεία και ενδιαφέροντα τρόπο. Η πιο συνηθισμένη λέξη για αυτό είναι ένας αφηγητής.