quarreling

Προφορά της λέξης:  US [ˈkwɔrəl] UK [ˈkwɒrəl]
  • n.Μαλώνει? «Ιστορία» από το Elf-βέλος? Μικρή πλατεία [διαμάντι] γυαλί? Σμίλες (τοιχοποιία)
  • v.Μαλώνει? Φταίει
  • WebΥποστηρίζουν? Συνεχής διαμάχη
n.
1.
ένα επιχείρημα, ειδικά το ένα για κάτι ασήμαντο μεταξύ των ανθρώπων που γνωρίζονται μεταξύ τους καλά
2.
ένας λόγος για να μην είναι φιλικό ή δεν συμφωνούσαν με κάποιον
v.
1.
να έχουν ένα επιχείρημα