psychologize

Προφορά της λέξης:  US [saɪ'kɒləˌdʒaɪz] UK [saɪ'kɒlədʒaɪz]
  • v.Μελέτη για την ψυχολογία? Από ψυχολογική άποψη να εξηγήσει? Ψυχολογική ανάλυση
v.
1.
να ερμηνεύσει συμπεριφορά στην ψυχολογική όροι ή οι έννοιες
2.
να σκεφτεί, να αναλύσει ή να λόγο ψυχολογικά