proscriptive

Προφορά της λέξης:  US [proʊ'skrɪptɪv] UK [prəʊ'skrɪptɪv]
  • adj.Η άρνηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
  • WebΣτη φύση? Να απαγορεύεται Απαγορεύεται