pretend

Προφορά της λέξης:  US [prɪˈtend] UK [prɪ'tend]
  • v.Προσποιείται? Φενάκη? δασμών· ντυμένος ως
  • adj.Ψεύτικο?
  • WebΠροσποιείται? προσποιούνται? φόρεμα μέχρι
v.
1.
να συμπεριφέρονται με έναν ιδιαίτερο τρόπο επειδή θέλετε κάποιος να πιστέψει κανείς ότι κάτι ισχύει όταν δεν είναι
2.
να φανταστείτε ότι κάτι ισχύει όταν παίζετε ένα παιχνίδι
3.
να ισχυρίζονται ότι κάτι ισχύει όταν δεν είναι
adj.
1.
φανταστικό. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως από παιδιά ή όταν μιλάμε για παιδιά