practitioners

Προφορά της λέξης:  US [prækˈtɪʃ(ə)nər] UK [prækˈtɪʃ(ə)nə(r)]
  • n.Επαγγέλματα· Επαγγέλματα· Επαγγέλματα· Βετεράνος
  • WebΕπαγγέλματα· Επαγγέλματα· Ιατρού
n.
1.
κάποιον που εργάζεται σε μια συγκεκριμένη επαγγελματική τάξη, ιδιαίτερα ιατρικής
2.
κάποιος που κάνει μια συγκεκριμένη δραστηριότητα