powerless

Προφορά της λέξης:  US [ˈpaʊrləs] UK [ˈpaʊə(r)ləs]
  • adj.Θα μπορούσε να κάνει τίποτα? Καμία επιρροή? Δεν έχουν δικαίωμα να
  • WebΑδύναμη? Αδύναμη? Αδύναμη
adj.
1.
δεν είναι σε θέση να ελέγχουν ή να αποτρέψει κάτι