plucky

Προφορά της λέξης:  US [ˈplʌki] UK ['plʌki]
  • adj.Γενναίος? θαρραλέα? αποφασιστική
  • WebΈχουν θάρρος? τολμηρή? έντονη
adj.
1.
γενναίος και αποφασισμένη, ειδικά όταν επιτυχία είναι απίθανο