Για ορισμό του determined, παρακαλώ επισκεφθείτε εδώ.
- He was determined that it should have a superficial legality.
Πηγή: G. Greene - She's determined to be an independent, wage-earning woman.
Πηγή: O. Manning - He was already grimly and irrevocably determined on a course of action.
Πηγή: D. Jacobson
-
Αναδιάταξη αγγλική λέξη: determined
-
Βασίζεται σε determined, νέες λέξεις που σχηματίζονται προσθέτοντας ένα γράμμα στην αρχή ή στο τέλος
b - debridement
l - intermeddle
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το determined, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με determined, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν determined ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με determined
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : de det deter e et t term e er erm ermine ermined r m mi mine mined in ne e ed
- Βασίζεται σε determined, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: de et te er rm mi in ne ed
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με determined από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με determined :
determined -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν determined :
determined -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με determined :
determined