picoted

  • n.(Δαντέλα, κορδέλα για) Picot? άκρη μοτίβο
  • v.Στο... Στην άκρη ενός μικρού δαχτυλιδιού
  • WebΚυρτό σειρά? bagels? Picco
n.
1.
ένας βρόχος που σχηματίζει ένα μοτίβο με άλλους, π. χ. σε δαντέλα
v.
1.
να κεντώ μικρές θηλιές στο ύφασμα
n.
1.
a loop that forms a pattern with others, e. g. in lace 
v.