physiognomies

Προφορά της λέξης:  US [ˌfɪziˈɑnəmi] UK [ˌfɪziˈɒnəmi]
  • n.Πρόσωπο. Καλή εμφάνιση? Πρόσωπο
  • WebΤην εμφάνιση? Πρόσωπο
n.
1.
ο τρόπος που κοιτάζει πρόσωπο κάποιου
n.
1.
the way that someone's face looks