pensioning

Προφορά της λέξης:  US [ˌpɑnˈsjoʊn] UK [ˈpɒ̃sjɑ̃]
  • n.Συντάξεως. Επιδοτήσεις? (Γαλλία, Βέλγιο, κλπ) διαμέρισμα; Οικοτροφείο
  • adj.Σύνταξη
  • v.Να δώσει συντάξεις [σύνταξη, επίδομα]
  • WebΣυντάξεως. Πρόσοδος? Ασφαλίσεως γήρατος
n.
1.
ένα μικρό και αρκετά φθηνό ξενοδοχείο στη Γαλλία και ορισμένες άλλες ευρωπαϊκές χώρες
2.
χρήματα ότι κάποιος λαμβάνει τακτικά αφότου έχουν σταματήσει να εργάζονται λόγω ηλικίας, καταβάλλεται είτε από τους είτε από την κυβέρνηση? περί συντάξεως