peccant

Προφορά της λέξης:  US ['pekənt] UK ['pekənt]
  • adj.Κακό αμαρτωλή. παράβαση? σφάλματα
  • WebΈγκλημα? τους αρρώστους? ασθένεια
adj.
1.
ένοχος για μια αμαρτία
2.
παραβίαση κανόνα ή πρακτική
adj.