pathogenic

Προφορά της λέξης:  US ['pæθə'dʒenɪk] UK ['pæθə'dʒenɪk]
  • adj.Παθογόνου παράγοντα- Παθογόνων
  • WebΠαθογόνοι, Παθογόνα βακτήρια? Παθογένεια
adj.
1.
προκαλούν ασθένειες, ή είναι σε θέση να προκαλέσει ασθένεια
2.
σχετικά με τις αιτίες και την ανάπτυξη των ασθενειών