parachuting

Προφορά της λέξης:  US [ˈperəˌʃutɪŋ] UK [ˈpærəˌʃuːtɪŋ]
  • v.«Αλεξίπτωτο,"η μετοχή ενεστώτα
  • WebΕλεύθερη πτώση με αλεξίπτωτο? Ελεύθερη πτώση με αλεξίπτωτο? Αλεξίπτωτο
n.
1.
η δραστηριότητα του πέφταμε από ένα αεροπλάνο, φορώντας ένα αλεξίπτωτο
v.
1.
Η μετοχή ενεστώτα του αλεξίπτωτο