outmodes

Προφορά της λέξης:  US [aʊtˈmoʊdəd] UK [ˌaʊtˈməʊdɪd]
  • adj.Άνευ αντικειµένου
  • WebΠαλιά? ημερομηνία? εγκαταλειφθεί
adj.
1.
δεν είναι πλέον χρήσιμα, κατάλληλο, ή σχετικές
adj.
  • Her grandmother's outmoded garments.
    Πηγή: G. Adair