onboard

Προφορά της λέξης:  US ['ɒn'bɔrd] UK ['ɒn'bɔ:d]
  • adj.(Στρατιωτική) στον υπολογιστή μου? Επί του σκάφους? Πάνω στο πλοίο, Ανεξάρτητος
  • WebΕνσωματωμένο? Αερομεταφερόμενων? Στην βάρκα
adj.
1.
τοποθετηθεί ως μέρος του ένα αυτοκίνητο, αεροπλάνο, κλπ
adj.
1.
fitted as part of a car, plane, etc 
Variant_forms_ofon-board