omnipresent

Προφορά της λέξης:  US [ˌɑmniˈprezənt] UK [ˌɒmnɪˈprez(ə)nt]
  • adj.Το πανταχού παρών? Παντού
  • WebΤο πανταχού παρών? Όλα σε? Πάλι σε το
adj.
1.
μπορεί να είναι παντού την ίδια στιγμή
adj.