omnipotence

Προφορά της λέξης:  US [ɒm'nɪpətəns] UK [ɒm'nɪpətəns]
  • n.Καθολική? Απεριόριστη δύναμη? Απεριόριστες αρχή· (Παντοδύναμος) Ο Θεός
  • WebΚαθολική λόγο? Παντοδύναμος. Ο Θεός Παντοδύναμος