oligopolies

Προφορά της λέξης:  US [ˌɒlɪˈgɒpəliz] UK [ˌɔliˈɡɔpəliz]
  • n.Μονοπώλιο προσφοράς των βασικών προϊόντων
  • WebΟλιγοπώλιο
n.
1.
μια οικονομική κατάσταση που εκεί είναι τόσο λίγοι προμηθευτές ενός προϊόντος ότι ένας προμηθευτής» s δράσεις μπορεί να επηρεάζουν σημαντικά τις τιμές και τους ανταγωνιστές