mussed

Προφορά της λέξης:  US [mʌs] UK [mʌs]
  • n.Ακατάστατο, θορυβώδες
  • v.Όμορφη χάος? βρώμικο
  • WebΣχολείο ποδοσφαίρου? ΜΊΔΑΣ χρήστη σύστημα υποστήριξης?
v.
1.
να κάνει κάτι βρώμικο, ειδικά κάποιος «s μαλλιά
v.
1.
to make something messy, especially someone’ s hair