mulct

Προφορά της λέξης:  US [mʌlkt] UK [mʌlkt]
  • n.Τιμωρούνται με πρόστιμο
  • v.Πρόστιμο, (λευκό), απάτης (Χρηματικός τύπος)
  • WebRob? πρόστιμο δέρας
v.
1.
εκλεκτά κάποιος ως ποινή
2.
να εξαπατήσει κάποιος από κάτι
n.
1.
ένα πρόστιμο ή ποινή