monadic

Προφορά της λέξης:  US [mə'nædɪk] UK [mɒ'nædɪk]
  • adj.Ένα δολάριο (αριθμός)? Μονάδα? η τιμή μονού άξονα
  • WebΜια ενιαία σπορίων φορέα· λίστα? σε µονοµερή