midterm

Προφορά της λέξης:  US [ˈmɪdˌtɜrm] UK [ˌmɪdˈtɜː(r)m]
  • adj.(Θητείας) το μεσοπρόθεσμο? όρος? περίοδο
  • WebΕνδιάμεση? ενδιάμεση εξετάσεις? Ενδιάμεση εβδομάδα
adj.
1.
συμβαίνει στο μεσαίο τμήμα μιας κυβέρνησης «s χρόνο στην εξουσία, ή στο μεσαίο τμήμα ενός όρου Πανεπιστήμιο ή το σχολείο
adj.
1.
happening in the middle part of a government’ s time in power, or in the middle part of a university or school term