metros

Προφορά της λέξης:  US [ˈmetroʊ] UK [ˈmetrəʊ]
  • n.Μητροπολιτικό σιδηρόδρομο του υπόγειου σιδηρόδρομου και (κυρίως) το μετρό του Παρισιού
  • adj.Μητρόπολη
  • WebΓρήγορων συστημάτων διέλευσης
n.
1.
το μετρό
2.
Ίδιο με το Μητροπολιτικός σιδηρόδρομος