metonym

Προφορά της λέξης:  US ['metənɪm] UK ['metənɪm]
  • n.Μετωνυμία λέξεις
  • WebΜετωνυμία λέξεις αντί μεταφορά και τη μετωνυμία
n.
1.
μια λέξη ή φράση που χρησιμοποιείται σε ένα σχήμα λόγου στην οποία χρησιμοποιείται ένα χαρακτηριστικό του κάτι να θέσει υποψηφιότητα για το ίδιο πράγμα, π.χ. "δάφνες", όταν χρησιμοποιείται για να θέσει υποψηφιότητα για "δόξα"
n.
1.
a word or phrase used in a figure of speech in which an attribute of something is used to stand for the thing itself, e. g. " laurels" when it is used to stand for " glory"