mana

Προφορά της λέξης:  US ['mɑnɑ] UK ['mɑ:nɑ:]
  • n.Θεία δύναμη? γυναίκα «γυναίκα»
  • WebΜάνα και η μάνα και η μάνα
n.
1.
μια δύναμη ζωής που συνδέονται με τελετουργικό δύναμη και υψηλή κοινωνική θέση, ειδικά στην Πολυνησία και τη Μελανησία